- σπαργάνωμα
- το, ΝΑ [σπαργανῶ, -ώνω]νεοελλ.η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαργανώνω, φάσκιωμααρχ.το σπάργανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαργάνωμα — το περιτύλιξη του βρέφους με σπάργανα, φάσκιωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαργανώματα — σπαργάνωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαργάνωση — η / σπαργάνωσις, ώσεως, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] σπαργάνωμα νεοελλ. (παρασιτ.) προνυμφική παρασιτική διαταραχή που οφείλεται στην προνύμφη τού δεύτερου σταδίου, ή πληροκερκοειδές ή σπάργανο, ορισμένων κεστωδών σκωλήκων, όπως λ.χ. τών ψευδοφυλλιδίων και … Dictionary of Greek
σπαργάνωση — η σπαργάνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάσκιωμα — το, ατος 1. η περιτύλιξη βρέφους με φασκιά, η σπαργάνωση, το σπαργάνωμα: Χαλαρό φάσκιωμα. 2. η περίδεση σπασμένου μέλους του σώματος με νάρθηκα, ο ναρθηκισμός, το καλάμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φασκιά — η (λ. λατ.), πλατιά λουρίδα υφάσματος για το σπαργάνωμα των βρεφών, επίδεσμος: Τύλιξε το παιδί με τις φασκιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)